Πριν από κάμποσο καιρό, τα ’φεραν έτσι οι συγκυρίες και μπλέχτηκα σε μια δουλειά στον ιδιωτικό τομέα. Καλά λεφτά για την εποχή, σχετική σιγουριά κι ασφάλεια, όχι πολλοί εργαζόμενοι. Το αντικείμενο φαινόταν οκέι. Ξεκινήσαμε με όρεξη.
Τρεις τύποι απ’ την ομάδα άρχισαν από την πρώτη μέρα, σιγά σιγά, να ενημερώνουν κάθε συνάδελφο που ήταν πρόθυμος να ενημερωθεί, ότι “είναι αριστεροί”. Δεν τους ρώτησε κανείς ούτε είχε ιδιαίτερη σημασία, αλλά αυτοί αισθάνθηκαν την ανάγκη να το κάνουν, και το έκαναν. Μέσα στις επόμενες μέρες, όλοι ήξεραν ότι έχουμε τρεις αριστερούς στο πλήρωμα. Από τα συγχαρητήρια που δεν εισέπρατταν κάθε φορά που αναφέρονταν στην ιδεολογική τους ταυτότητα, είχαν, εντελώς εύλογα κατά τη γνώμη τους, συναγάγει πως οι υπόλοιποι στη δουλειά ήταν δεξιοί. Και το είχαν πάρει καλά, τόσο καλόκαρδοι ήταν.
Ο χρόνος κύλαγε, και τα τρία αυτά άτομα διατύπωναν καθημερινά ενστάσεις, περίπου για τα πάντα. Κυρίως ιδεολογικού τύπου (γιατί τι αριστερός είσαι αν δεν συσχετίσεις και το τελευταίο ντοσιέ του γραφείου με την ιδεολογία σου;). Όχι, δεν θα το γράψουμε αυτό έτσι, είναι χουντικό, όχι, δεν θα συνεργαστούμε μ’ αυτούς εκεί, είναι καπιτάλες, όχι, δεν θα συμφωνήσουμε μ’ εκείνους, είναι φασίστες, όχι, δεν θα ασχοληθούμε μ’ αυτό το θέμα, είναι νεοφιλελέ. Οι ενστάσεις, βέβαια, δεν είχαν ποτέ δυναμικό χαρακτήρα, δεν διεκδικούσαν κάτι αιτιολογημένα και επί της ουσίας, ήταν απλά πυροτεχνήματα που διαρκούσαν μέχρι την επόμενη ένσταση, αλλά ήταν αρκετά για να προκαλέσουν μια κάποια βαβούρα. Βαβούρα που έπληττε τους συναδέλφους και ποτέ την εργοδοσία.
Γιατί με την εργοδοσία είχαν άριστες σχέσεις. Τόσο καλές μάλιστα, που σε περιόδους αναστάτωσης ρουφιάνευαν τους συναδέλφους τους εν είδει καλοκάγαθης διαμεσολάβησης “για το καλό της δουλειάς”. Όποτε, δηλαδή, τύχαινε να μη συμφωνείς με κάτι στην παραγωγική διαδικασία, βρισκόσουν στο τέλος της ημέρας αντιμέτωπος με τα αφεντικά, τα οποία είχαν ως διά μαγείας πληροφορηθεί ότι υπάρχει πρόβλημα και φταις φυσικά εσύ. Κατά τα λοιπά, γελάκια, ναζάκια, inside jokes, αφύσικα πολλές ιδιωτικές συνομιλίες, -θα ’πρεπε να ’σαι υπερβολικά αθώος για να μην καταλάβεις ότι οι αριστεροί συνάδελφοι και τα αφεντικά είχαν αναπτύξει στενές σχέσεις εταιρικής τρυφερότητας.
Καθώς ο καιρός περνούσε, το κλίμα γινόταν αφόρητο. Η δουλειά δεν προχωρούσε για πολλούς λόγους. Άλλα είχαμε πάει να κάνουμε, με άλλα καταλήξαμε να ασχολούμαστε, συνεννόηση καλή δεν υπήρχε, η εργοδοσία πίεζε παράλογα πολύ, οι απαιτήσεις της ήταν συχνά αντισυμβατικές, και όλα αυτά μέσα σ’ ένα αδιάρρηκτο πλέγμα υπονόμευσης και σαμποτάζ. Οι συνθήκες ήταν κακές, ο μόνος λόγος να μείνει κανείς, ήταν τα λεφτά. Μέσα σε λίγους μήνες φύγαμε όλοι. Εκτός από τους αριστερούς, που έμειναν και είναι ακόμα εκεί. Αντικαπιταλιστές σε καπιταλιστικά θρονάκια.
Από τότε πέρασαν χρόνια. Στο μεταξύ, η Αριστερά έγινε κυβέρνηση, νέα μνημόνια ήρθαν, επιχειρήσεις έκλεισαν, κόσμος απολύθηκε, η χώρα διχάστηκε. Για φαντάσου, όμως, αυτοί παραμένουν στο πόστο τους, αγέρωχοι! Τους παρακολουθώ από μακριά να καταγγέλλουν ακόμη τον καπιταλισμό, τον ανάλγητο νεοφιλελευθερισμό και τα διαπλεκόμενα αφεντικά, την ίδια ώρα που εκείνοι προνομιακά επωφελούνται από όλα αυτά, σαν ανεπίδεκτα θεραπείας, κι όμως λαλίστατα, πρεζόνια του κακού. Η επανάσταση ξεκίνησε, αλλά οι επαναστάτες μας έστησαν.
Μέχρι και σήμερα τους βλέπω να παρηγορούν τους χτυπημένους της κρίσης με λυρικές ψευτοσυμπόνοιες, αλλά με ακόμη πιο άγρια χαρά, τους βλέπω να επιτίθενται συχνά πυκνά στους “διεφθαρμένους εκπροσώπους του σάπιου συστήματος”, τους “πουλημένους” κάθε λογής. Στην πραγματικότητα όμως, κανείς δεν βρίσκεται τόσο βαθιά μέσα στο σύστημα όσο αυτοί, κυρίως γιατί αυτοί θα έκαναν τα πάντα για να παραμείνουν εντός του, γνωρίζοντας παράλληλα ότι κανείς δεν μπορεί να τους ψέξει γι’ αυτό. Γιατί είναι αριστεροί. Δικαιούνται να κάνουν ό,τι κοροϊδεύουν, δικαιούνται να μεταμορφωθούν σ’αυτό που τάχα πολεμάνε, δικαιούνται να κολυμπάνε στο κορπορατικό χρήμα (σε λιμνούλες του έστω) ενώ κηρύττουν τον σοσιαλισμό και κράζουν τους άνεργους εχθρούς τους ως δεξιούς.
Και βαράνε με ιεραποστολικό ζήλο, είναι οι καλοί, είμαστε οι κακοί, πρέπει να μας συμμορφώσουν. Ακόμα το πιστεύουν μες στην συνειδησιακά απατηλή οικονομική ασφάλεια του γραφείου τους. Είναι αστεία η αντίφαση του πολιτικού παρενδυτισμού, αλλά είναι και ενδεικτική του ευρύτερου ιδεολογικού προβλήματος στην Ελλάδα.
Στη χώρα αυτή, έχουμε εξασφαλίσει εφάπαξ το δικαίωμα στην ανακολουθία λόγων και έργων. Η έλλειψη ταξικής συνείδησης, οι αυταπάτες, η γνωστική μας ασυμφωνία, είναι όλες νομιμοποιημένες παράμετροι ενός βασικού ψυχολογικού προβλήματος: Άλλο θέλουμε να είμαστε κι άλλο θέλουμε να λέμε ότι είμαστε. Παράλληλα, άλλο είμαστε κι άλλο νομίζουμε πως είμαστε. Δεν είναι φιλοσοφικό το θέμα μας, ένα βρωμερό μείγμα επαρχιωτισμού, μεγαλομανίας, ενοχικότητας και αμορφωσιάς είναι.
Επειδή τα χρόνια της ευμάρειας συνηθίσαμε τον ανθρωπότυπο του φτωχού που θέλει να το παίξει πλούσιος με δανεικά χρήματα, σήμερα αδυνατούμε να διακρίνουμε τον εξίσου νοσηρό τύπο του οικονομικά εξασφαλισμένου που θέλει να το παίξει φτωχός με δανεική ιδεολογία. Η επανάσταση είναι κυρίως επαναστατικότητα, ύφος, εφέ και ρητορεία δηλαδή, με τον ίδιο τρόπο που η ιδεολογία εξαντλείται στο πεδίο της θεωρίας. Κανείς δεν χρειάζεται να αποδείξει έμπρακτα αν είναι αυτό που διακηρύσσει, γιατί είναι απολύτως αποδεκτό απλώς να διακηρύσσει αυτό που είναι.
Και οι δικαιολογίες ένα σωρό. Μα, μου, έτσι, αλλιώς, το ότι είμαι άλφα τις μονές μέρες δεν σημαίνει πως δεν μπορώ να είμαι βήτα τις ζυγές, δεν κοιτάς τον τάδε λέω γω. Η συνέπεια, μια άτεγκτη απαίτηση όταν εγείρεται προς τους άλλους, μια ασαφής, πολυεπίπεδη κι υποκειμενική έννοια όταν στρέφεται προς εμάς. Παραλογισμός, ο μόνος κανόνας.
Το διπλό ταμπλό ίσως ήταν αμελητέο πιο παλιά, γιατί υπήρχαν τα λεφτά ως αντιπερισπασμός. Όταν ακμάζεις ήρεμος κι απρόσβλητος, δεν πολυζορίζεσαι με το θέατρο των Άλλων. Την κάνεις και χάζι τη γραφικότητά των μαρξιστών της business class. Στην post-truth εποχή, όμως, η γραφικότητα αυτή είναι που βαθμιαία σου κλείνει την επιχείρηση, σου καίει το μαγαζί, σε φορολογεί κάθε μέρα λίγο πιο πολύ, και σε καταστρέφει σαν αντίπαλο, ενώ πρακτικά σου μοιάζει περισσότερο απ’ όσο θα ‘θελε. Κάτι σαν οικογενειακός κανιβαλισμός συγγενών που δεν γνωρίστηκαν ποτέ.
Ο παραλογισμός και η ανοησία ως παράπλευρα δρώμενα σε ομαλές εποχές, λοιπόν, δεν ενοχλούν κανέναν. Όταν όμως γίνονται κυρίαρχη ιδεολογία και βάλλουν εναντίον σου ως υπερόπλα, υποδυόμενα το δέον και το ορθόν, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να πολεμήσεις κι εσύ, χωρίς αποτέλεσμα βέβαια, γιατί στατιστικά θα σε υπερφαλαγγίζουν πάντοτε. Έχει τη σημασία του, ωστόσο, να μην υποκρινόμαστε ότι όλα είναι καλά. Η παρανοϊκή ψευτιά του ‘άλλα λέω κι άλλα κάνω’ πρέπει να σταματήσει να συγχωρείται. Όχι ότι θα κερδίσει ποτέ η λογική, αλλά είναι κρίμα εκτός από ζημιωμένη η τελευταία να βγαίνει και τρελαμένη.
Σωτηρία δεν υπάρχει. Μόνο ένα μεγάλο κακό θα αλλάξει την ισορροπία, αλλά και πάλι, χωρίς να διδάξει κάτι αυτούς που πρέπει να μάθουν. Μέχρι την επόμενη επανάληψη.
Άρης Αλεξανδρής