,

Tenet, τρικυμία εν κρανίω

Η ιδεάρα που δεν βγήκε

tenet_nolan

Η ιδέα του χρόνου που αντιστρέφεται, διαστέλλεται, συστέλλεται, διαιρείται και γενικώς μετατρέπεται σε εύπλαστο υλικό της ανθρώπινης έμπνευσης, είναι διαχρονικά ελκυστική για δημιουργούς και θεατές, ακριβώς επειδή προσφέρει απεριόριστη φαντασμαγορία ανάμεικτη με ένα είδος πραγματικής πιθανότητας. Ο χρόνος είναι όντως ένα σχετικό μέγεθος, η επιστήμη και η φιλοσοφία τον μελετούν ως ένα γνωστικό αντικείμενο για το οποίο έχουμε ακόμα πολλά να μάθουμε, επομένως η σχετική με τον χρόνο επιστημονική φαντασία εμπεριέχει πάντοτε μερικά πειστικά ψήγματα αλήθειας. «Κι αν τα πράγματα είναι όντως έτσι;»

Το Tenet του Christopher Nolan είναι ένα έργο που βασίζεται σ’ αυτή τη δημιουργική προοπτική «χειραγώγησης» του χρόνου. Κατάσκοποι, επικίνδυνες αποστολές, εμπόριο όπλων, ραδιενέργεια, μία γυναίκα εγκλωβισμένη στα δίχτυα ενός παρανοϊκού Ρώσου ολιγάρχη, το τέλος του κόσμου κι ένα υποβόσκον ειδύλλιο αλληλοδιαπλέκονται σε ένα ρευστό χωροχρονικό τοπίο, όπου τα πάντα είναι πιθανά κι εξόχως δυσνόητα. Το πρόβλημα του Tenet όμως δεν είναι τόσο η δυσκολία του θεατή να το κατανοήσει. Είναι κυρίως ότι το Tenet μοιάζει να μην έχει κατανοήσει τον ίδιο του τον εαυτό, σαν να βρίσκεται σε σύγκρουση με την κολοσσιαίου βαθμού δυσκολίας θεματική του, η οποία το υπερβαίνει και σταδιακά το εγκαταλείπει σε μία άχαρη σύγχυση.

Ο Nolan πέρασε μία δεκαετία επεξεργαζόμενος τις έννοιες που πραγματεύεται το Tenet, άρα μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι τα νοηματικά θεμέλιά του δεν είναι σαθρά. Ο δημιουργός δεν είναι άσχετος, λοιπόν. Η αντιστροφή του χρόνου, πρώτα εστιασμένη σε αντικείμενα και μονάδες κι έπειτα εφαρμοσμένη σε μεγαλύτερη κλίμακα, φαίνεται να έχει κάποια βάση στο μυθοπλαστικό της πλαίσιο, μία δική της λογική δηλαδή, που μπορεί να είναι εξωφρενική αλλά τουλάχιστον υπακούει σε κανόνες. Στη συνέχεια όμως, το πράγμα ξεφεύγει από τους νόμους του κι αφήνεται σε ένα ξέφρενο κυνηγητό εξελίξεων χωρίς συνοχή. Ο τρόπος που η μεμονωμένη αντιστροφή του χρόνου γίνεται αυθαίρετο ταξίδι στον χρόνο και στον χώρο, αποδεικνύεται ελαφρώς ξεκρέμαστος, ενώ το σκηνικό που διαμορφώνεται από το μπλέξιμο των κόσμων είναι τόσο λαβυρινθώδες -όχι σουρεαλιστικό, αλλά εσκεμμένα περίπλοκο- που απλώς καθιστά αδύνατο το να το παρακολουθήσεις. Και δυσάρεστο. Παράλληλα, εμπνέει δυσπιστία. Δεν ξέρεις τι βλέπεις, περιστατικά διαδέχονται το ένα το άλλο περισσότερο σαν αφηρημένοι συνειρμοί παρά σαν δομημένα κεφάλαια, κι αρχίζεις έτσι να απορείς αν το Tenet έχει κάτι να πει ή απλώς παράγει πομπώδη εντυπωσιασμό για να επιδείξει τη δυνατότητά του να το κάνει.

Η θεματική του Tenet και η εκτύλιξή της δεν είναι το μοναδικό του ελάττωμα. Το επίπεδο της υποκριτικής είναι απαράδεκτο, αγγίζοντας τα όρια του γραφικού, με τον Robert Pattinson να ξεχωρίζει ως ευχάριστη εξαίρεση στη γενικευμένη, τηλεοπτικού τύπου προσέγγιση των ηθοποιών. Ενδεικτικά, η ερμηνεία του John David Washington ως Protagonist είναι στην καλύτερη περίπτωση μία αναιμική προσπάθεια μίμησης κλισέ προτύπων τύπου James Bond, αλλά χωρίς λάμψη, χαρακτήρα και βάθος. Σε σημεία, είναι σχεδόν ερασιτεχνική, θυμίζει πρωτοεμφανιζόμενο ηθοποιό σαπουνόπερας. Ο δε Kenneth Branagh, στην πιο καρικατουρίστικη εκδοχή Ρώσου μεγιστάνα που θα μπορούσε να ενσαρκώσει, θυμίζει περισσότερο παρωδία (στο όριο του προσβλητικού) παρά χαρακτήρα προορισμένο να δώσει υπόσταση στα φιλοσοφικά ερωτήματα που απορρέουν από ένα νοσηρό αλλά πληθωρικό μυαλό σαν αυτό του Andrei Sator. Ακουσίως αστείες και η Elizabeth Debicki με την Dimple Kapadia στον ρόλο των Kat και Priya αντίστοιχα, ένα άμετρο μελόδραμα από μόνες τους.

Οι διάλογοι, από την άλλη, δεν βοηθούν καθόλου. Άκαιρες και υπεραναλυτικές εξομολογήσεις μεταξύ των ηρώων, σαν από απεγνωσμένη προσπάθεια να εξηγηθεί το σενάριο δια της πλαγίας οδού, ρυθμοί κι εκφράσεις sitcom (με το που τελειώνει να μιλάει ο ένας, ξεκινάει ο άλλος αμέσως!), στερεοτυπική γλώσσα που υπεραπλουστεύει και φτηναίνει, – όλα συντείνουν σε κάτι κακοεκτελεσμένο και πρόχειρο. Στην ίδια μοίρα κυμαίνεται και το μοντάζ, μια νευρική συρραφή περίπλοκων εικόνων χωρίς αλληλουχία, που θα μπορούσαν να μπουν και σε εντελώς διαφορετική σειρά χωρίς να καταλάβει κανείς οτιδήποτε.

Το Tenet τελειώνει με έναν συγκινησιακό τόνο που φλερτάρει με φιλοσοφικό υπαινιγμό, με μία προσπάθεια, δηλαδή, να ενώσει όσα είδαμε κάτω από την ομπρέλα του προβληματισμού και του δέους της αβεβαιότητας. Προσπαθεί να μας ψαρώσει, με λίγα λόγια, ίσως και να εκβιάσει τη συμπάθεια πλάθοντας ένα κλίμα ψεύτικης, ιερής ανακούφισης και στοχασμού. Στην πραγματικότητα, ακόμη και το κλείσιμο προδίδει την αμηχανία του Nolan, καθώς και το ζόρι του με τη σπουδαιοφάνεια που δεν γίνεται με τίποτα σπουδαιότητα. Μερικές φορές, το μεγαλείο χρειάζεται λίγο λιγότερη προσπάθεια.


Άρης Αλεξανδρής

What do you think?

0 points
Upvote Downvote

Total votes: 0

Upvotes: 0

Upvotes percentage: 0.000000%

Downvotes: 0

Downvotes percentage: 0.000000%