Στη δεκαετία των 20, μεγαλώνουμε με μια γενναιόδωρη και αντιφατική αντίληψη του χρόνου. Ξέρουμε ότι τον αγγίζουμε, αλλά δεν νιώθουμε να μας αγγίζει αυτός. Τσουλάμε στη γραμμή του χαζεύοντας, σαν να μην υπάρχει ορίζοντας και ταβάνι. Η γενιά που δεν έζησε πόλεμο αλλά ανδρώθηκε στην οικονομική κρίση, που δεν είχε προσδοκίες άρα ούτε τρομακτικές υποχρεώσεις, διακατέχεται, επιπλέον, από μία αφηρημένη αίσθηση ταυτότητας και σκοπού. Οι συνθήκες δεν ευνόησαν τον αυτοπροσδιορισμό, μάλλον παρέτειναν τη μετεφηβική ζάλη κι ασάφεια. Κατευθυνόμενοι προς τα 30, νιώθουμε επαναπαυμένοι στην αιώνια μονιμότητα των εικοσικάτι. Κανείς δεν αισθάνεται 26, 27 ή 28. Η δεκαετία των 20 είναι ένα φαρδύ πάρκινγκ όπου όλες οι ηλικίες εντός του είναι πάνω-κάτω ίδιες. Τα 30 σκάνε πια ως σφαλιάρα που ταξίδευε από καιρό, αλλά κανείς δεν την άκουσε να έρχεται. Δεν είναι η ηλικία όμως το πρόβλημα, αλλά η απολογία που αυτή εκβιάζει εκτάκτως. Εσύ τι έκανες ως τώρα;
Τα 30 δεν είναι 70, αλλά δεν είναι και 15. Θεωρητικά, δεν οφείλουμε να έχουμε κάποιο επίτευγμα προς επίδειξη, όμως ο κόσμος είναι προγραμματισμένος με τέτοιον τρόπο ώστε να απαιτεί ένα είδος κατάκτησης, ακόμη κι αν δεν το ομολογεί. Στα 30 “είσαι ακόμα νέος”, αλλά υπό όρους. Οφείλεις να αποδείξεις ότι έχεις κάνει κάτι εποικοδομητικό με τη νεότητά σου που προηγήθηκε, κι από αυτό κρίνεται το αν εξακολουθείς να θεωρείσαι νέος, δηλαδή το αν εμπνέεις στους άλλους προσδοκίες για το μέλλον, ή απλώς κατέληξες ένας νεόγερος, προκαταβολικά καμμένο χαρτί. Στο κατώφλι των 30, υπάρχει μια μεγάλη αγωνία να ενταχθείς στους νέους τριαντάρηδες και όχι στους γέρους τριαντάρηδες. Είναι δύο παράλληλες κατηγορίες, όμοιες σαν μια σταγόνα νερό και μια σταγόνα οινόπνευμα.
Αυτό αποκαλύπτει μία αλήθεια που οι περισσότεροι τριαντάρηδες αγνοούν επιμελώς: η δεκαετία των 20 είναι μία δεκαετία χτισίματος. Χτίζεις καλά, άσχημα, αποτελεσματικά, πλημμελώς, πάντως χτίζεις, χωρίς να ξέρεις ότι χτίζεις. Κι ενώ κανείς δεν μαθαίνει τότε τα χρησιμότερα πράγματα που προορίζεται να μάθει, ενώ κανείς δεν πετυχαίνει τους υψηλότερους στόχους που πρόκειται να πετύχει στη ζωή, επικρατεί η αντίληψη πως ό,τι κάνεις σ’ αυτή τη δεκαετία καθορίζει όσα θα κάνεις στη συνέχεια, σαν λανθάνουσα αλφαβήτα. Εν τω μεταξύ, μέχρι τα 30 οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν τον εαυτό τους.
Η πίεση της επιτυχίας είναι συνισταμένη πολλών παραγόντων. Της κοινωνίας και της οικονομίας, για παράδειγμα, που βρίσκονται σε διαρκή αναζήτηση νέων προσώπων για να στελεχώσουν τα κενά στους μηχανισμούς τους, ώστε οι τελευταίοι να συνεχίσουν να υπάρχουν. Αυτή είναι η βασική και κάπως εύκολη ανάγνωση, όμως. Στην ουσία, η πίεση της επιτυχίας είναι ένα πλασματικό μέγεθος, μία ψευδεπίγραφη ανησυχία· η μεταμφίεση του πραγματικού φόβου, δηλαδή του χρόνου. Στην περιοχή των 30, αναγνωρίζεις πιο συνειδητά από ποτέ ότι ο χρόνος σου δεν ισοδυναμεί με τον χρόνο γενικώς, είναι απλώς ένα μικροσκοπικό κομμάτι του. Δεν περνάει ξυστά από δίπλα σου, αλλά σε γδέρνει κανονικά, αφήνει στίγματα και υφαρπάζει δυνατότητες. Ξαφνικά, η ζωή τοποθετείται σε εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Ό,τι έχεις στο μυαλό σου πως θέλεις να κάνεις, πρέπει να αρχίσεις να το προγραμματίζεις στα σοβαρά ή, ακόμη καλύτερα, να αρχίσεις να το κάνεις. Διαφορετικά, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην το κάνεις ποτέ. Όχι απαραίτητα επειδή δεν μπορείς (με τις περιορισμένες σου ικανότητες συμφιλιώνεσαι στα 25), αλλά επειδή δεν προλαβαίνεις.
Στα 30, η ύπαρξη περνάει από τη φάση της χαλαρής φαντασίωσης στη συνθήκη της αναγκαστικής υλοποίησης. Πρέπει να αρχίσεις να πράττεις, να επιβεβαιώνεις την παρουσία σου με κάτι απτό, γιατί κάθε τι άλλο έχει πια απογοητευτική επίγευση. Στο τραπέζι τίθεται τώρα και η έννοια του ουσιώδους. Δεν σου αρκεί να κάνεις απλώς οτιδήποτε. Προκύπτει πλέον ξεκάθαρη κι αναπόδραστη η ανάγκη να έχουν οι πράξεις σου σημασία. Το μυαλό δεν τρέχει τόσο σ’ αυτό που έχει ένταση, όσο σ’ εκείνο που έχει διάρκεια. Η όρεξη δεν προσανατολίζεται τόσο στη στιγμιαία ικανοποίηση, όσο στο μακροπρόθεσμο κέρδος. Γίνεσαι άτομο με αντίληψη της παροδικότητάς του, και γι’ αυτό θέλεις να απλώσεις ρίζες ώστε να αποκτήσει νόημα ο κόπος τού να ζεις. Ώστε να μείνουν έστω οι ρίζες.
Αν ισχύει ότι ο χρόνος εκτιμάται ανάλογα με το σημείο απ’ όπου τον παρατηρείς, τα 30 είναι η οπτική γωνία που σε κάνει να πιστεύεις πως ίσα που προλαβαίνεις να τον αξιοποιήσεις.