,

Better Call Saul: Αγάπησα ένα λαμόγιο

Αντίο σε έναν από τους καλύτερους τηλεοπτικούς ήρωες των τελευταίων ετών

Better Call Saul

Ο λόγος που το Breaking Bad λατρεύτηκε τόσο και δημιούργησε τηλεοπτική παρακαταθήκη είναι ο πρωτότυπος και καλογραμμένος τρόπος με τον οποίο πραγματεύθηκε την έννοια του αντιήρωα. Ο Walter White ήταν μία σχεδόν εικονοκλαστική μορφή που θόλωσε τα όρια του καλού και του κακού, έβαλε φωτιά στη συμβατική αντίληψη περί ηθικής και έδωσε μία συναρπαστική διέξοδο από τη δυσλειτουργικότητα του μικροαστισμού και την υπαρξιακή του ανία. Ο Walter White ήταν ηρωικός μέσα στον αντιηρωισμό του γιατί είχε μυαλό, κότσια, όλο τον κόσμο εναντίον του και, κυρίως, ένα υπερβατικό δίκαιο με το μέρος του: το δίκαιο του εκ προοιμίου αδικημένου που παλεύει για τη ζωή του (κι έπειτα, για κάτι παραπάνω από αυτήν). Δεν ήταν η crystal meth, τα καρτέλ και το παιχνίδι των εκατομμυρίων που τον έκαναν σπουδαίο, αλλά η ιδιότητα του ερασιτέχνη γκάνγκστερ, η «επιστημονική» μέθοδος με την οποία μετέτρεψε τον εαυτό του από θύμα του συστήματος, σε απειλή.

O Jimmy McGill/Saul Goodman του Better Call Saul, από την άλλη, δεν είναι απλώς ένας αντιήρωας. Είναι ένα λαμόγιο. Δεν έχει κάποιον σπουδαίο σκοπό, έστω και εγωιστικό, ούτε εμφορείται από μία θεόπνευστη αρετή. Δεν τον λυπάσαι ούτε τον θαυμάζεις για κάτι, δεν εμπνέει συνταρακτικά αισθήματα και η δράση του καμία σχέση δεν έχει με τις λεγόμενες υψηλές έννοιες. Είναι αντιδημοφιλώς ανθρώπινος. Κοροϊδεύει τον κόσμο, παρανομεί, στήνει κομπίνες, μπλέκεται διαρκώς στις πιο ευτελείς και επικίνδυνες καταστάσεις, όχι από κακοτυχία ή κάτι τέτοιο, αλλά επειδή δεν μπορεί να ζήσει αλλιώς. Η ζωτική του δύναμη βρίσκεται στη μανούρα κι επειδή το γνωρίζει, κάνει τη μανούρα τέχνη. Γι’ αυτό και, ως ήρωας, είναι σημαντικότερος από τον Walter White. Επειδή δεν έχει κανένα ηθικό προσόν, τίποτα αρκετά σημαντικό που να δικαιολογεί ή να αντισταθμίζει την κλίση του στην ασχήμια, κι όμως καταφέρνει να αναδείξει την πονηριά του απατεώνα ως αξιοπρόσεκτο και απολαυστικό μοντέλο ζωής.

Η πορεία του Jimmy προς την καταστροφή είναι μία παραβολή για την έλξη που ασκεί στον άνθρωπο η ύβρις· μία σπουδή στη μακρά αναμονή του αναπόδραστου ολέθρου. Ο Jimmy γλιτώνει συνέχεια από τους κινδύνους στους οποίους υποβάλλει τον εαυτό του, πότε λαβωμένος – πότε όχι, και η φοβερή του ικανότητα να ξεφεύγει από το κακό που καλλιεργεί μπορεί να μας οδηγήσει σε στοχαστικές παρεξηγήσεις τόσο σχετικά με αυτόν όσο και με την ανθρώπινη φύση: ίσως τελικά κάποιοι άνθρωποι είναι πιο τυχεροί από κάποιους άλλους· ίσως κάποιοι είναι προορισμένοι να κάνουν οτιδήποτε θέλουν και μάλιστα χωρίς επιπτώσεις. O Jimmy που γίνεται Saul, για να ξαναγίνει μετά Jimmy, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι είναι υπεράνω των ανθρώπινων περιορισμών – και γι’ αυτό τον λόγο, ως εξαιρετικά τυχερός, γίνεται και εξαιρετικά συμπαθής. Παρακολουθώντας τους άθλους του, σταματάει να μας ενδιαφέρει η τοποθέτησή τους στο ηθικό βαρόμετρο. Θέλουμε απλώς ο Jimmy να βγαίνει νικητής και, καθώς βγαίνει, να συντηρεί την πλάνη ενός κόσμου όπου η λαμογιά με χιούμορ είναι λαμογιά συγχωρητέα. Ο Jimmy κατά βάθος είναι ένα λοξό πρότυπο· το μιαρό παράδειγμα προς μίμηση που κρατάμε ζωντανό στο πίσω μέρος του μυαλού μας ενώ υποδυόμαστε τους καθωσπρέπει.

Η μεταμόρφωση του Jimmy από επινοητικό δικολάβο σε εγκληματικό στοιχείο δεν έχει να κάνει με τα μάτια του θεατή. Δεν τον βλέπουμε εμείς ξαφνικά διαφορετικό, επειδή καταλάβαμε κάτι που προηγουμένως δεν ξέραμε. Είναι μια διεργασία εσωτερική και αριστοτεχνικά ζυμωμένη που δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τη διαδικασία της σήψης. Το «κακό» συμβαίνει μέσα στον Jimmy, ήταν εκεί από πάντα και η προαναγγελθείσα κατάληξη μας επισημαίνει αυτό που ξέραμε από την αρχή. Δεν έχει σημασία πόση πλάκα έχουν οι μηχανορραφίες σου, αλλά το ότι επιλέγεις να μηχανορραφείς. Δεν έχει σημασία πόσο επιδέξια περιφρονείς το σωστό, αλλά το ότι επιλέγεις να το περιφρονείς. Λίγο πριν το τελευταίο του μεγάλο κόλπο, ο Jimmy επιλέγει να θυσιάσει το σόου για τη μόνη αξία που ένιωσε ποτέ να υπερβαίνει τον ναρκισσισμό του: την εκτίμηση ενός αγαπημένου προσώπου. Χρειάστηκε να πληρώσει βαρύ κόστος, αλλά επιτέλους το κατάλαβε: η τύχη κάποια στιγμή τελειώνει για όλους και αυτό που μένει είναι το ψαχνό των πράξεων.

What do you think?

0 points
Upvote Downvote

Total votes: 0

Upvotes: 0

Upvotes percentage: 0.000000%

Downvotes: 0

Downvotes percentage: 0.000000%